πορδαλάς

πορδαλάς
ο , πορδαλού η , πορδας ο , πορδου η тот, кто часто испускает газы; пердун, -ья (груб. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πορδαλάς" в других словарях:

  • πορδάλας — ο, Ν κοινή ονομασία τού φυτού λεοντική το λεοντοπέταλο, αλλ. πουρδάλα ή φούσκα …   Dictionary of Greek

  • πορδαλάς — ο, θηλ. πορδαλού, Ν [πορδή] αυτός που κλάνει συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • πορδαλάς — ο θηλ. λού ή πορδού αυτός που έχει τη συνήθεια να αφήνει πορδές, να κλάνει, αλλ. κλανιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης …   Dictionary of Greek

  • πορδαλίζω — Ν [πορδαλάς] κλάνω από συνήθεια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»